„νοσταλγώ“: μεταβατικό ρήμα νοσταλγώ [nostalˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) vermissen, sich sehnen vermissen, sich sehnen (αιτιατική | Akkusativakk nach+δοτική | +Dativ +dat) νοσταλγώ νοσταλγώ Beispiele νοσταλγώ την πατρίδα μου Heimweh haben νοσταλγώ την πατρίδα μου