νομοθετικός
[nomoθetiˈkos], νομοθετική, νομοθετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- gesetzgebendνομοθετικόςνομοθετικός
Beispiele
- νομοθετική εξουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich fLegislativeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νομοθετική πρωτοβουλίαθηλυκό | Femininum, weiblich fGesetzesinitiativeθηλυκό | Femininum, weiblich f