„νομιμοποιώ“: μεταβατικό ρήμα νομιμοποιώ [nomimopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) legalisieren legalisieren νομιμοποιώ νομιμοποιώ