νοικιασμένος
[nikjjazˈmenos], νοικιασμένη, νοικιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vermietetνοικιασμένοςνοικιασμένος
Beispiele
- νοικιασμένο αυτοκίνητοουδέτερο | Neutrum, sächlich nLeihwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m