νοικιάζω
[niˈkjjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- mietenνοικιάζω μισθώνωνοικιάζω μισθώνω
- vermieten (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)νοικιάζω προσφέρω αντί ενοικίουνοικιάζω προσφέρω αντί ενοικίου
- pachtenνοικιάζω επαγγελματική στέγηνοικιάζω επαγγελματική στέγη
- verpachten (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)νοικιάζω προσφέρω επαγγελματική στέγη αντί ενοικίουνοικιάζω προσφέρω επαγγελματική στέγη αντί ενοικίου