„νεύω“: αμετάβατο ρήμα νεύω [ˈnevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) winken, nicken (zu)winken (σε κάποιον jemandem) νεύω με το χέρι νεύω με το χέρι (zu)nicken (σε κάποιον jemandem) νεύω με το κεφάλι νεύω με το κεφάλι Beispiele νεύω αρνητικά abwinken νεύω αρνητικά