„Ναυτιλιακά“: πληθυντικός ουδετέρου Ναυτιλιακά [naftiliaˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Nautik Nautikθηλυκό | Femininum, weiblich f Ναυτιλιακά Ναυτιλιακά