„μπούμερανγκ“: ουδέτερο μπούμερανγκ [ˈbumeraŋ(g)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Bumerang Bumerangαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπούμερανγκ μπούμερανγκ