„μπορντούρα“: θηλυκό μπορντούρα [borˈdura]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Bordüre Bordüreθηλυκό | Femininum, weiblich f μπορντούρα μπορντούρα