μπολσεβικικός
[bolsevikjiˈkos], μπολσεβικική, μπολσεβικικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bolschewistischμπολσεβικικόςμπολσεβικικός
Vielen Dank für Ihr Feedback!