μπλέκομαι
[ˈblekome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verwickelt werden (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μπλέκομαι σε αγώνα, σκάνδαλοhingezogen werden, involviert werdenμπλέκομαι σε αγώνα, σκάνδαλομπλέκομαι σε αγώνα, σκάνδαλο