„μπιχλιμπίδια“: πληθυντικός ουδετέρου μπιχλιμπίδια [bixlimˈbiðia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Tand Tandαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπιχλιμπίδια μπιχλιμπίδια