„μπερδεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα μπερδεύομαι [berˈðevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) durcheinanderkommen, konfus, irritiert sein, verfilzen durcheinanderkommen, konfus μπερδεύομαι μπερδεύομαι irritiert sein μπερδεύομαι ή | oderod μπερδεύομαι ή | oderod verfilzen μπερδεύομαι μαλλιά μπερδεύομαι μαλλιά