„μουχλιασμένος“ μουχλιασμένος [muxʎazˈmenos], μουχλιασμένη, μουχλιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schimmelig, miefig schimmelig μουχλιασμένος μουχλιασμένος miefig μουχλιασμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ μουχλιασμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ