μουντζούρα
[munˈdzura]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Schmutzfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mμουντζούραμουντζούρα
- Geschmiereουδέτερο | Neutrum, sächlich nμουντζούρα γράψιμομουντζούρα γράψιμο