μουντζουρώνω
[mundzuˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- beschmutzen, beschmierenμουντζουρώνω λερώνω με βαθύχρωμη ουσίαμουντζουρώνω λερώνω με βαθύχρωμη ουσία
- verschmierenμουντζουρώνω γράφω απρόσεκταμουντζουρώνω γράφω απρόσεκτα