μορφολογία
[morfoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Morphologieθηλυκό | Femininum, weiblich fμορφολογίαμορφολογία
- Formenlehreθηλυκό | Femininum, weiblich fμορφολογία γραμματική | Grammatikγραμμμορφολογία γραμματική | Grammatikγραμμ
Beispiele
- μορφολογία εδάφουςLandschaftsformθηλυκό | Femininum, weiblich f