„μορφινομανής“: αρσενικό και θηλυκό μορφινομανής [morfinomaˈnis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Morphiumsüchtige Morphiumsüchtige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f μορφινομανής μορφινομανής