„μονοπάτι“: ουδέτερο μονοπάτι [monoˈpati]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Pfad, Wanderweg, Fußweg, Waldweg Pfadαρσενικό | Maskulinum, männlich m μονοπάτι Fußwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m μονοπάτι μονοπάτι Wanderwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m μονοπάτι στο δάσος Waldwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m μονοπάτι στο δάσος μονοπάτι στο δάσος