μονοκύτταρος
[monoˈkjitaros], μονοκύτταρη, μονοκύτταροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- einzelligμονοκύτταρος βιολογία | Biologieβιολμονοκύτταρος βιολογία | Biologieβιολ
Beispiele
- μονοκύτταρος οργανισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mEinzellerαρσενικό | Maskulinum, männlich m