„μοναρχικός“ μοναρχικός [monarçiˈkos], μοναρχική, μοναρχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) monarchisch monarchisch μοναρχικός μοναρχικός