μολυσμένος
[molizˈmenos], μολυσμένη, μολυσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verschmutztμολυσμένος ατμόσφαιρα, περιβάλλονμολυσμένος ατμόσφαιρα, περιβάλλον
- verseuchtμολυσμένος τρόφιμα, νερόμολυσμένος τρόφιμα, νερό
- infiziertμολυσμένος ιατρική | Medizinιατρμολυσμένος ιατρική | Medizinιατρ
Beispiele