„μηχανογραφώ“: μεταβατικό ρήμα μηχανογραφώ [mixanoɣraˈfo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) computerisieren computerisieren μηχανογραφώ μηχανογραφώ