μετζοσοπράνο
[medzosoˈprano]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Mezzosopranαρσενικό | Maskulinum, männlich mμετζοσοπράνο μουσ μεσόφωνοςμετζοσοπράνο μουσ μεσόφωνος