μεταχείριση
[metaˈçirisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Gebrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταχείριση χρησιμοποίησημεταχείριση χρησιμοποίηση
- Behandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταχείριση καλή ή κακήμεταχείριση καλή ή κακή
Beispiele
- διακριτική μεταχείρισηDiskriminierungθηλυκό | Femininum, weiblich f