μεταφύτευση
[metaˈfitefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Umpflanzungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφύτευση φυτούμεταφύτευση φυτού
- Transplantationθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφύτευση ιατρική | MedizinιατρEinpflanzungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφύτευση ιατρική | Medizinιατρμεταφύτευση ιατρική | Medizinιατρ