μεταφυτεύω
[metafiˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ευμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- umpflanzenμεταφυτεύω φυτόμεταφυτεύω φυτό
- transplantieren, einpflanzenμεταφυτεύω ιατρική | Medizinιατρμεταφυτεύω ιατρική | Medizinιατρ