μεταφέρω
[metaˈfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <μετέφερα; μετάφερθηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- transferieren, übertragenμεταφέρω γενμεταφέρω γεν
- transportieren, befördernμεταφέρω οικονομία | Wirtschaftοικονμεταφέρω οικονομία | Wirtschaftοικον
- verschieben, verrückenμεταφέρω μετακινώμεταφέρω μετακινώ
- einliefernμεταφέρω ασθενή στο νοσοκομείομεταφέρω ασθενή στο νοσοκομείο
- ausrichtenμεταφέρω χαιρετισμούςμεταφέρω χαιρετισμούς
- umlegenμεταφέρω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφμεταφέρω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ