Μεταρρύθμιση
[metaˈriθmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Reformationθηλυκό | Femininum, weiblich fΜεταρρύθμιση θρησκεία | ReligionθρησκΜεταρρύθμιση θρησκεία | Religionθρησκ