„μεταλλωρυχείο“: ουδέτερο μεταλλωρυχείο [metaloriˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Bergwerk, Erzgrube Bergwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταλλωρυχείο Erzgrubeθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταλλωρυχείο μεταλλωρυχείο