μετάγω
[meˈtaɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- umschaltenμετάγω τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρμετάγω τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ