„μεσιτικά“: πληθυντικός ουδετέρου μεσιτικά [mesitiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Maklergebühr Maklergebührθηλυκό | Femininum, weiblich f μεσιτικά μεσιτικά