μεσαιωνικός
[meseoniˈkos], μεσαιωνική, μεσαιωνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- mittelalterlichμεσαιωνικός ιστορία | Geschichteιστμεσαιωνικός ιστορία | Geschichteιστ
Beispiele
- Μεσαιωνικές σπουδέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplMediävistikθηλυκό | Femininum, weiblich f