„μερακλίδικος“ μερακλίδικος [meraˈkliðikos], μερακλίδικη, μερακλίδικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sorgfältig sorgfältig μερακλίδικος μερακλίδικος