μελετώ
[meleˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- untersuchenμελετώ εξετάζωμελετώ εξετάζω
- erforschenμελετώ ερευνώμελετώ ερευνώ
- durchdenken, überlegenμελετώ σκέφτομαι καλάμελετώ σκέφτομαι καλά
- einstudierenμελετώ ρόλο, μουσικό κομμάτιμελετώ ρόλο, μουσικό κομμάτι
- lernenμελετώ για εξετάσειςμελετώ για εξετάσεις