„μελετημένος“ μελετημένος [meletiˈmenos], μελετημένη, μελετημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) durchdacht durchdacht μελετημένος μελετημένος Beispiele μελετημένη κίνησηθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | Sportαθλ einstudierter Spielzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m μελετημένη κίνησηθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | Sportαθλ