„μελανίνη“: θηλυκό μελανίνη [melaˈnini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Melanin Melaninουδέτερο | Neutrum, sächlich n μελανίνη βιολογία | Biologieβιολ μελανίνη βιολογία | Biologieβιολ