μειώνομαι
[miˈonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich vermindern, abnehmen, reduziert werdenμειώνομαι λιγοστεύωμειώνομαι λιγοστεύω
- sinkenμειώνομαι τιμή, αξία, θερμοκρασίαμειώνομαι τιμή, αξία, θερμοκρασία
- zurückgehen, nachlassenμειώνομαι υποχωρώμειώνομαι υποχωρώ
- erlahmenμειώνομαι ενδιαφέρονμειώνομαι ενδιαφέρον