μεγεθύνω
[mejeˈθino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-να; -νθηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vergrößernμεγεθύνωμεγεθύνω
- hereinzoomenμεγεθύνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υμεγεθύνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ