μεγαλώνω
[meɣaˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vergrößernμεγαλώνω μεγεθύνωμεγαλώνω μεγεθύνω
- großziehen, aufziehenμεγαλώνω παιδίμεγαλώνω παιδί
μεγαλώνω
[meɣaˈlono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- groß/größer werdenμεγαλώνω γίνομαι μεγάλοςμεγαλώνω γίνομαι μεγάλος
- heranwachsenμεγαλώνω ενηλικιώνομαιμεγαλώνω ενηλικιώνομαι
- älter werdenμεγαλώνω σε ηλικίαμεγαλώνω σε ηλικία
- aufwachsenμεγαλώνω περνώ την παιδική μου ηλικίαμεγαλώνω περνώ την παιδική μου ηλικία
- wachsenμεγαλώνω πόλημεγαλώνω πόλη
- länger werdenμεγαλώνω ημέρεςμεγαλώνω ημέρες