„μασουλώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα μασουλώ [masuˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i οικείο | umgangssprachlichοικ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) mampfen mampfen μασουλώ μασουλώ