„μαρτυρώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα μαρτυρώ [martiˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -άς -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) aussagen, leiden, bezeugen, verraten den Märtyertod sterben aussagen μαρτυρώ καταθέτω μαρτυρώ καταθέτω leiden μαρτυρώ υποφέρω μαρτυρώ υποφέρω bezeugen μαρτυρώ επιβεβαιώνω, δείχνω μαρτυρώ επιβεβαιώνω, δείχνω verraten μαρτυρώ προδίδω μαρτυρώ προδίδω den Märtyertod sterben μαρτυρώ πεθαίνω μαρτυρώ πεθαίνω Beispiele μαρτυρώ υπέρ νομικός όρος | Rechtswesenνομ entlasten μαρτυρώ υπέρ νομικός όρος | Rechtswesenνομ