„μαντολίνο“: ουδέτερο μαντολίνο [mandoˈlino]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Mandoline Mandolineθηλυκό | Femininum, weiblich f μαντολίνο μουσ μαντολίνο μουσ