„μαντάρω“: μεταβατικό ρήμα μαντάρω [manˈdaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α/-ισα; -ισμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) flicken, stopfen flicken μαντάρω ρούχα μαντάρω ρούχα stopfen μαντάρω κάλτσα μαντάρω κάλτσα