„μαντάρισμα“: ουδέτερο μαντάρισμα [manˈdarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Flicken, Stopfen Flickenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαντάρισμα ρούχων μαντάρισμα ρούχων Stopfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαντάρισμα κάλτσας μαντάρισμα κάλτσας