μανιώδης
[maniˈoðis], μανιώδης, μανιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vernarrt, leidenschaftlich, fanatischμανιώδης παθιασμένοςμανιώδης παθιασμένος
- besessenμανιώδης κατεχόμενος από έμμονη ιδέαμανιώδης κατεχόμενος από έμμονη ιδέα
- wahnsinnigμανιώδης παράφρωνμανιώδης παράφρων
Beispiele
- μανιώδης καπνιστήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mKettenraucherαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μανιώδης καπνίστριαθηλυκό | Femininum, weiblich fKettenraucherinθηλυκό | Femininum, weiblich f