„μανικέτι“: ουδέτερο μανικέτι [maniˈkjeti]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Manschette Manschetteθηλυκό | Femininum, weiblich f μανικέτι μανσέτα μανικέτι μανσέτα