„μακρός“ μακρός [maˈkros], μακρά, μακρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) lang lang μακρός συλλαβή, φωνήεν, συζήτηση μακρός συλλαβή, φωνήεν, συζήτηση Beispiele μακρά κύματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Langwelleθηλυκό | Femininum, weiblich f μακρά κύματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl παίρνω μακρός lange dauern παίρνω μακρός