„μακρυμάνικος“ μακρυμάνικος [makriˈmanikos], μακρυμάνικη, μακρυμάνικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) langärmelig langärmelig μακρυμάνικος μακρυμάνικος