„μακεδονικός“ μακεδονικός [makjeðoniˈkos], μακεδονική, μακεδονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) mazedonisch mazedonisch μακεδονικός μακεδονικός